Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
handschriftlich |
handgeschrieben |
χειρόγραφος -η -ο [xiróγrafos] : για κτ. που το έχουν γράψει με το χέ ρι. ANT τυπωμένος, έντυπος: Xειρόγραφη επιστολή / διαθήκη. H χειρόγρα φη παράδοση, έργα που μας έχουν παραδοθεί χειρόγραφα. || (ως ουσ.) το χειρόγραφο: α. έργο γραμμένο με το χέρι ή και με τη γραφομηχανή από τον ίδιο το συγγραφέα: Δίνω το χειρόγραφο στο τυπογραφείο. Έκδοση των χειρογράφων του ποιητή. Mίλησε από χειρόγραφο / (λόγ.) από χειρογράφου. β. χειρόγραφο βιβλίο πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας: Xειρόγραφο σε πάπυρο / σε περγαμηνή / σε χαρτί. Aρχαία / μεσαιωνικά χειρόγραφα. Παλίμψηστο / ιστορημένο χειρόγραφο.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.